Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας
Α
Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες: δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες: δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.
Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.
Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς
κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει: σήκω το φαΐ είναι έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;
Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις,
θα μείνεις ξαπλωμένος.
Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: έγινε επανάσταση,
τα εργοστάσια σε περιμένουν.
Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν,
είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.
Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες.
δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι
σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.
Β
Λες: πολύν καιρό ήλπιζες,
δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι;
Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.
Είναι τέτοια που: αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
θα χαθούμε.
Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.
Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.